Αντικείμενο της εργασίας του είναι η ανάγνωση, μελέτη, ερμηνεία και αξιοποίηση των παπυρικών κειμένων που έχουν σωθεί από την αρχαιότητα. Ειδικότερα, αναζητά και συγκεντρώνει παπύρους ή σπαράγματα παπύρων και προσπαθεί να διαβάσει και να ερμηνεύσει το περιεχόμενό τους. Έχουν διασωθεί κείμενα σε πάπυρο από πολλές γλώσσες, οι κυριότερες από τις οποίες είναι τα ελληνικά, τα αιγυπτιακά (ιερογλυφικά, ιερατικά, δημοτικά και κοπτικά), τα αραβικά, τα λατινικά, τα εβραϊκά, τα περσικά, τα συριακά και τα αρμενικά. Η παπυρολογία επικεντρώνει το ενδιαφέρον της στα κείμενα τα οποία είναι γραμμένα στις δύο κλασικές γλώσσες των αρχαιογνωστικών επιστημών, δηλαδή την αρχαία ελληνική και τη λατινική, και προέρχονται από τη χρονική περίοδο που οριοθετείται αφενός από την κατάληψη της Αιγύπτου από τον Μ. Αλέξανδρο (332 π.Χ.) και αφετέρου από κατάκτησή της από τους Άραβες (641 μ.Χ.). Σήμερα, με την πρόοδο της τεχνολογίας ο παπυρολόγος είναι σε θέση να αξιοποιήσει επαναστατικές φωτογραφικές μεθόδους και να ξαναζωντανέψει κάτω από το φως των υπέρυθρων ακτινών σβησμένα κείμενα γνωστών ή αγνώστων φιλοσόφων, ποιητών, διανοουμένων ή απλών ανθρώπων της αρχαιότητας. Μέσω της ανάγνωσης των παπύρων, κυρίως της ελληνιστικής περιόδου της Αιγύπτου, ο παπυρολόγος προσφέρει σημαντικά στοιχεία για πολλούς κλάδους των αρχαίων ελληνικών γραμμάτων, όπως την Κλασική Φιλολογία, τη Θεολογία, την Ιστορία του Δικαίου και τη Νομική. Επιπλέον, η σπουδή παπύρων που αφορούν λογοτεχνικά κείμενα ή έγγραφα που περιγράφουν την καθημερινή ζωή των ανθρώπων, τις εμπορικές τους συναλλαγές, αλλά και άλλα κείμενα, μουσικά, επιστημονικά, κρυπτογραφικά ή επιστολές, προσφέρει σημαντικές πληροφορίες σχεδόν για κάθε τομέα της ανθρώπινης δραστηριότητας εκείνων των χρόνων και για την κοινωνικο-οικονομική κατάσταση στην περίοδο της μετακλασικής αρχαιότητας.