Ο ορκωτός ελεγκτής λογιστής είναι αρμόδιος για την άσκηση τακτικού ελέγχου της οικονομικής διαχείρησης και των οικονομικών καταστάσεων: α) των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου πλην των δήμων και κοινοτήτων, β) των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου που εξυπηρετούν δημόσιο ή κοινωφελή σκοπό και επιχορηγούνται από το κράτος ή έχουν ιδιαίτερα προνόμια, βάσει ειδικής διάταξης νόμου, γ) των τραπεζών, των ασφαλιστικών εταιρειών, των εταιρειών επενδύσεων χαρτοφυλακίου, των εταιρειών διαχείρησης αμοιβαίων κεφαλαίων, των εταιρειών χρηματοδοτικών μισθώσεων και των ενώσεων συνεταιριστικών οργανώσεων, δ) των ανώνυμων εταιρειών, εταιρειών περιορισμένης ευθύνης, των ετερόρρυθμων εταιρειών, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 42 α του Κ.Ν. 2190/1920, και των κοινοπραξιών αυτών, ε) των ενοποιημένων λογαριασμών (οικονομικών καταστάσεων) του άρθρου 100 παρ. 1 του Κ.Ν 2190/1920 των συνδεδεμένων επιχειρήσεων, στ) των ανώνυμων εταιρειών των οποίων οι μετοχές είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο, καθώς και των ανώνυμων εταιρειών των οποίων το μετοχικό κεφάλαιο εν όλω ή εν μέρει έχει αναληφθεί με δημόσια εγγραφή, ζ) των εταιρειών ή οργανισμών ή και δραστηριοτήτων γενικά που με βάση διάταξη νόμου υπάγονται στον υποχρεωτικό έλεγχο ορκωτών ελεγκτών λογιστών. Πιο συγκεκριμένα ελέγχει τα βιβλία, τα αναγκαία νόμιμα δικαιολογητικά και τα παραστατικά στοιχεία των εταιρειών αποσκοπώντας στη διακρίβωση του κατά πόσον οι ελεγχθείσες οικονομικές καταστάσεις εμφανίζουν ακριβοδίκαια την οικονομική θέση της ελεγχόμενης μονάδας κατά την ημερομηνία σύνταξης του ισολογισμού της και τα αποτελέσματα των εργασιών της κατά την ελεγχόμενη περίοδο. Η γνώμη του ορκωτού ελεγκτή λογιστή που διενέργησε τον έλεγχο διατυπώνεται στο «πιστοποιητικό» ή «έκθεση» ελέγχου, τα οποία υποβάλλονται στον εντολέα του ελέγχου, επ’ ονόματί του και για λογαριασμό της εταιρείας ή κοινοπραξίας που του ανέθεσε τον έλεγχο.
Στις αρμοδιότητες του ορκωτού λογιστή εντάσσεται επίσης η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης σχετικό με θέματα οικονομικής διαχείρησης ή κατάστασης οποιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου, δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου, κοινοπραξίας, ειδικού λογαριασμού ή ομάδας περιουσίας, που απαιτεί λογιστικές γνώσεις. Επιπρόσθετα, όπου κατά τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας τα εμπορικά βιβλία συνιστούν αποδεικτικά μέσα, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει έλεγχο και θεώρηση από ορκωτό ελεγκτή λογιστή.
Το επάγγελμα του ορκωτού ελεγκτή περιλαμβάνει τις ακόλουθες βαθμίδες: α) ασκούμενος ορκωτός ελεγκτής λογιστής, β) δόκιμος ορκωτός ελεγκτής λογιστής, γ) επίκουρος ορκωτός ελεγκτής λογιστής και δ) ορκωτός ελεγκτής λογιστής. Οι ορκωτοί ελεγκτές έχουν όλα τα δικαιώματα και τις αντίστοιχες υποχρεώσεις του μέλους του Σώματος Ορκωτών Ελεγκτών και ασκούν ελεύθερα και με δική τους ευθύνη τις ελεγκτικές εργασίες. Οι επίκουροι, δόκιμοι και ασκούμενοι ορκωτοί ελεγκτές βοηθούν τουςορκωτούς ελεγκτές στην εκτέλεση του έργου τους, ενεργώντας πάντοτε επ’ ονόματι, για λογαριασμό και υπ’ ευθύνη του ορκωτού ελεγκτή. Για να φτάσει κανείς στη βαθμίδα του ορκωτού ελεγκτή λογιστή θα πρέπει να έχει 7ετή προϋπηρεσία σε ελεγκτική εταιρεία και να έχει ολοκληρώσει επιτυχώς τις προβλεπόμενες εξετάσεις. Όλοι οι ορκωτοί λογιστές, ανεξάρτητα απότη βαθμίδα στην οποία ανήκουν είναι εγγεγραμμένοι στα μητρώα του Σώματος Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών (ΣΟΕΛ).